-
1 ἐξαγγελτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐξαγγελτικός
См. также в других словарях:
εξαγγελτικός — ή, ό (Α ἐξαγγελτικός, ή, όν) ο κατάλληλος ή αρμόδιος να αναγγέλλει, να φέρνει αγγελίες, εξαγγελτήριος, ειδοποιητήριος νεοελλ. μουσ. «εξαγγελτικό μοτίβο» το θέμα που χαρακτηρίζει ένα πρόσωπο στο μουσικό δράμα αρχ. 1. αυτός που φέρνει αγγελία,… … Dictionary of Greek